ομοουσιότητα

ομοουσιότητα
η (ΑΜ ὁμοουσιότης) [ομοούσιος]
η ιδιότητα τού ομοουσίου, η ταυτότητα τής ουσίας, το να είναι κάποιος ή κάτι τής ίδιας ουσίας, το ομοούσιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμοουσιότητα — ὁμοουσιότης consubstantiality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματομάχος — ον, ΝΜΑ 1. αυτός που μάχεται εναντίον τού Αγίου Πνεύματος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πνευματομάχοι εκκλ. μετριοπαθείς οπαδοί τής αίρεσης του Αρειανισμού, με επικεφαλής τον εκθρονισμένο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”